σκυθότροφος

σκυθότροφος
-ον, Α
αυτός που τρέφεται ή τράφηκε από Σκύθες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Σκύθης + -τροφος (< τρέφω), πρβλ. γυναικό-τροφος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκυθοτρόφος — ον, Μ αυτός που ανέτρεφε Σκύθες. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σκύθης + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνο τρόφος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”